- ῥευστική
- ῥευστικόςflowingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρευστικός — ή, όν, ΝΜΑ [ῥευστός] αυτός που έχει την ιδιότητα τής ροής, ρευστός νεοελλ. φρ. «ρευστική υφή» (πετρογρ.) δομή με συγκεκριμένο προσανατολισμό που απαντά σε εκρηξιγενή πετρώματα, όπως είναι τα ρεύματα λάβας και ορισμένες μαγματικές διεισδύσεις, και … Dictionary of Greek